ἀνάβαθρα

ἀνάβαθρα
ἀνάβαθ-ρα, , = sq.,
A

αἱ ἀ. αἱ στοϊκαί CIG4436b

([place name] Soli).
II flight of steps, Str.7.2.3.
III going up, ascent,

ᾠδὴ τῶν ἀ. LXX Ps.118(119)

tit., al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναβάθρα — ἀναβάθρᾱ , ἀνάβαθρα flight of steps fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάθρᾳ — ἀναβάθρᾱͅ , ἀνάβαθρα flight of steps fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάβαθρα — flight of steps fem nom/voc sg ἀνάβαθρον raised seat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβάθρα — η (Α ἀναβάθρα) κινητή σκάλα (στα νεοελλ. κυρίως η εξωτερική κινητή σκάλα τών πλοίων) μσν. ξύλινη εξέδρα αρχ. κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βάθρα < βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αναβάθρα — η σκάλα για ανέβασμα ιδίως σε πλοία: Έβαλαν την αναβάθρα, κι άρχισε η επιβίβαση των επιβατών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναβάθρας — ἀναβάθρᾱς , ἀνάβαθρα flight of steps fem acc pl ἀναβάθρᾱς , ἀνάβαθρα flight of steps fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάθραι — ἀναβάθρᾱͅ , ἀνάβαθρα flight of steps fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθρῶν — ἀνάβαθρα flight of steps fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβάθραις — ἀνάβαθρα flight of steps fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”